-
1 αἰαῖ
αἰαῖ, s. αἶ.
-
2 αἶ
αἶ, Ausruf der Verwunderung, des Staunens, Schmerzes, gew. zweimal αἶ, αἶ, nach Herod. περὶ μον. λ. αἰαῖ zu schreiben; auch viermal, Aesch. Ch. 1001; αἰαῖ αἰαῖ Soph. Phil. 1094. 1171 O. R. 1307, weh, weh! Auch mit dem acc., αἶ τὸν Ἄδωνιν Ar. Lys. 393; Bion. 1, 28; c. gen., Aesch. Pers. 114; Eur. Hippol. 808; αἰαῖ τῶν κενῶν ἐλπίδων Luc. Philopatr. 2. Die Schreibung αἴ wird von den Alten ausdrücklich verworfen, vgl. Schol. Eur. Phoen. 1499. Bei Ar. steht aber noch Ach. 1048 αἴ αἴ, Thesm. 885 jedoch αἶ αἶ.
См. также в других словарях:
αιαί — αἰαῑ (Α) βλ. αἴ … Dictionary of Greek
αἰαῖ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αι — (I) αἰ (Α) 1. σύνδεσμος υποθετικός τής δωρικής και αιολικής διαλέκτου αντί τού εἰ* 2. «αἴ γὰρ», αντί τού «εἰ γὰρ» για έκφραση ευχής ή επιθυμίας «είθε, μακάρι!» 3. «αἴ κε(ν)» (στον Όμηρο) «αχ και να...» [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να… … Dictionary of Greek
επαιάζω — ἐπαιάζω (Α) 1. αιάζω, φωνάζω «αἰαί», θρηνολογώ για κάποιον («ἐπαιάζοντα τῷ νεκρῷ», Λουκιαν.) 2. (με αιτ.) θρηνώ 3. συμμετέχω σε θρήνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιάζω «φωνάζω αιαί»] … Dictionary of Greek
ай! — ай яй яй! – межд. удивления и боли. Очевидно, звукоподражательное; никакой исторической связи с греч. αἰ, αἰαῖ, лат. ei, нем. ei не существует, вопреки Преобр. (1, 4) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αιάζω — αἰάζω (Α) 1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ 2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ*. ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτός μσν. αἰαγμός, αἴασμαι … Dictionary of Greek
οιμώζω — (Α οἰμώζω) κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω 2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω 3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου,… … Dictionary of Greek
ώαι — Α (αιολ. τ.) επιφών. αἰαῑ* … Dictionary of Greek
Αἶ' — Αἶα , Αἴας masc voc sg (epic) Αἶα , Αἶα fem nom/voc sg Αἶαι , Αἶα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνααῖαι — μνᾱαῖαι , μνααῖος of the weight of a fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ai-1 — ai 1 English meaning: “exclamation” Deutsche Übersetzung: Ausruf Material: O.Ind. ē exclamation of remembering, address, compassion; O.Ind. ai the same; ayi interjection with the vocative; Av. üi interjection of the phone call… … Proto-Indo-European etymological dictionary